προσδιορισμός

προσδιορισμός
προσδιορ-ισμός, ,
A further definition, determination, or specification, Gal.6.826 (pl.), Olymp. in Mete.314.17, Dam.Pr.38, 237.
II further condition in a problem, Dioph.1.14,5.10.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προσδιορισμός — further definition masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδιορισμός — ο 1. καθορισμός, ορισμός: Στη μικροβιολογική εξέταση γίνεται προσδιορισμός των παθογόνων στοιχείων. 2. όρος της πρότασης που καθορίζει ή συμπληρώνει την έννοια άλλου όρου: Ονοματικός προσδιορισμός. – Eμπρόθετος προσδιορισμός. – Eπιρρηματικός… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσδιορισμός — ο, ΝΜΑ [προσδιορίζω] νεοελλ. 1. ακριβής υπολογισμός, καθορισμός («έγινε ο προσδιορισμός τής αύξησης τών ενοικίων») 2. όρος τής πρότασης που καθορίζει, αποσαφηνίζει ή συμπληρώνει τους κύριους όρους της, δηλ. το υποκείμενο, το ρήμα, το… …   Dictionary of Greek

  • εκτίμηση — Προσδιορισμός της τρέχουσας αξίας ενός οικονομικού αγαθού. Ο υπολογισμός αυτός γίνεται στη βάση της τιμής της αγοράς, του κόστους παραγωγής, της κεφαλαιοποίησης, της προσόδου του αγαθού κλπ., λαμβάνοντας υπόψη όλες τις εξωτερικές συνθήκες (δηλαδή …   Dictionary of Greek

  • προσδιορισμοῖς — προσδιορισμός further definition masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδιορισμοί — προσδιορισμός further definition masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδιορισμοῦ — προσδιορισμός further definition masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδιορισμούς — προσδιορισμός further definition masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδιορισμῶν — προσδιορισμός further definition masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδιορισμῷ — προσδιορισμός further definition masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδιορισμόν — προσδιορισμός further definition masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”